- πλευριτίδων
- πλευρῑτίδων , πλευρῖτιςpleurisyfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σύμφυση — (Ιατρ.). Παθολογική ένωση δύο επιφανειών βλεννογόνου, ορογόνου ή δέρματος που συγκολλούνται μεταξύ τους από αφορμή ενός εξιδρώματος ή νεκρωτικού υλικού. Συνήθως είναι αποτέλεσμα μιας φλεγμονώδους διεργασίας ή ενός τραύματος των ιστών. Σ.… … Dictionary of Greek